οπισθοχωρητικός

οπισθοχωρητικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στην οπισθοχώρηση ή αυτός που γίνεται με την οπισθοχώρηση: Οπισθοχωρητικός ελιγμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οπισθοχωρητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην οπισθοχώρηση ή που γίνεται με οπισθοχώρηση («οπισθοχωρητική πορεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοχώρηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θ. Λιβαδά] …   Dictionary of Greek

  • αναδρομικός — ή, ό 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω, οπισθοχωρητικός, οπισθοβατικός 2. αυτός που κινείται προς τα επάνω, ο ανάδρομος 3. αυτός που σχετίζεται με το παρελθόν αλλά εφαρμόζεται στο παρόν, οπισθοδρομικός, οπισθενεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάδρομος. ΠΑΡ …   Dictionary of Greek

  • υποχωρητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με την υποχώρηση (βλ. λ.), οπισθοχωρητικός: Υποχωρητική ταχτική. 2. μτφ., αυτός που εύκολα υποχωρεί, που δεν επιμένει, ενδοτικός, συμβιβαστικός: Είναι υποχωρητικός, και τον κάνει ό,τι θέλει η γυναίκα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”